- θανατούσια
- θανατούσιαa feast of the deadneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θανατούσια — θανατούσια, τὰ (Α) εορτή τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. θανατούσια, ενν. ιερά < θάνατος, κατά το γερουσία] … Dictionary of Greek